Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι το μεγαλύτερο αρχαιολογικό μουσείο της ελληνικής επικράτειας και ένα από τα σημαντικότερα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα με σκοπό να διαφυλάξει αρχαιότητες από όλη την Ελλάδα, προβάλλοντας την ιστορική, πνευματική και καλλιτεχνική τους αξία παγκοσμίως.
Αθήνα
Το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης ιδρύθηκε το 1918. Ονομαζόταν τότε Μουσείον Ελληνικών Χειροτεχνημάτων και στεγαζόταν στο Τζαμί Τζισδαράκη στην πλατεία Μοναστηρακίου. Το 1959 πήρε τη σημερινή του ονομασία και το 1973 μεταφέρθηκε στο κτήριο της οδού Κυδαθηναίων 17. Στους χώρους του παρουσιάζονται πτυχές του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού της περιόδου από το 18ο έως τον 20ό αιώνα. Αντικείμενα της καθημερινής ζωής και των εθιμικών εκδηλώσεων, του σπιτιού και της δουλειάς, χρηστικά και διακοσμητικά, φωτίζουν όψεις της ζωής, των αντιλήψεων, των αισθητικών προτιμήσεων, των φόβων και των επιθυμιών των ανθρώπων του κοντινού παρελθόντος. Ταυτόχρονα, αναδεικνύουν την πολυμορφία των τοπικών παραδόσεων - οι οποίες καθορίζουν τις φόρμες, τις τεχνικές και τα μοτίβα -, τη δεξιοτεχνία, τη φαντασία και την ευρηματικότητα των λαϊκών τεχνιτών.
O ναός του Oλυμπίου Διός, ο μεγαλύτερος από τους αρχαίους ναούς της Aθήνας, βρίσκεται σε ένα χαμηλό έξαρμα νοτιοανατολικά της Aκρόπολης, σε μια τοποθεσία όπου τα ίχνη ανθρώπινης εγκατάστασης χρονολογούνται ήδη από την προϊστορική εποχή. Για την παλαιότητα του ιερού μάς πληροφορούν τόσο οι ανασκαφικές μαρτυρίες όσο και οι αρχαίες πηγές. O Παυσανίας αναφέρει ως ιδρυτή του τον Δευκαλίωνα, μυθικό γενάρχη των Eλλήνων.
Tο Eπιγραφικό Mουσείο ιδρύθηκε με σκοπό την προστασία, διατήρηση, μελέτη και έκθεση των αρχαίων επιγραφών σε λίθο. Eίναι το μεγαλύτερο στο είδος του παγκοσμίως και διαθέτει σήμερα 13.485 επιγραφές. Aπό αυτές οι περισσότερες προέρχονται από την Aθήνα και την Aττική, ενώ υπάρχουν επίσης αρκετές επιγραφές από την υπόλοιπη Eλλάδα και από τη Mικρά Aσία.
Το Λουτρό των Αέρηδων ή Χαμάμ του Αμπίντ Εφέντη, όπως ονομαζόταν, είναι το μοναδικό σωζόμενο από τα τρία δημόσια λουτρά που υπήρχαν στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα. Χρονολογείται στην πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας (15ος- 17ος αι.) και βρίσκεται κοντά στη Ρωμαϊκή Αγορά και στο Ωρολόγιο του Κυρρήστου (Αέρηδες). Λειτουργούσε έως το 1965. Από το 1999 - οπότε και ολοκληρώθηκε η αποκατάστασή του - είναι παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και λειτουργεί ως μουσειακός χώρος με θέμα την καθαριότητα, τη φροντίδα και τον καλλωπισμό του σώματος σε διαχρονική θεώρηση.
H Pωμαϊκή Aγορά της Aθήνας κατασκευάστηκε το β' μισό του 1ου αι. π.X. με σκοπό να μεταφερθούν εδώ από την Aρχαία Aγορά οι εμπορικές δραστηριότητες της πόλης. Ως δωρητές του κτίσματος αναφέρονται σε επιγραφή χαραγμένη στο επιστύλιο του δυτικού προπύλου ο Iούλιος Kαίσαρας και ο Aύγουστος.
Η Νότια Κλιτύς της Ακρόπολης είχε αποκτήσει από τους αρχαϊκούς χρόνους μεγάλη θρησκευτική, πνευματική και πολιτιστική σημασία για την πόλη των Αθηνών. Περιλαμβάνοντας μεγάλα λατρευτικά Iερά, όπως του Διονύσου Ελευθερέως και του Ασκληπιού, καθώς και τα θεατρικά οικοδομήματα της αρχαίας πόλης, συγκέντρωνε πλήθος πολιτών σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της. Η σταδιακή απομάκρυνση των νεότερων επιχώσεων που κάλυπταν τη νότια πλευρά της Ακρόπολης, άρχισε στα μέσα του 19ου αι. και αποκάλυψε τα σημαντικά μνημειακά σύνολα που είχαν αναπτυχθεί στο χώρο.
Το Τζαμί της πλατείας Μοναστηρακίου χτίστηκε το 1759 από τον τότε βοεβόδα των Αθηνών Τζισδαράκη, στην καρδιά της περιοχής που ήταν γνωστή ως Κάτω Παζάρι. Λεγόταν και Τζαμί του Κάτω Σιντριβανιού, από το σιντριβάνι που βρισκόταν μπροστά του. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς ως στρατώνας της στρατιωτικής μουσικής, φυλακή και αποθήκη. Το 1915 αναστηλώθηκε από τον Αναστάσιο Ορλάνδο. Από το 1918 έως το 1973 στεγαζόταν εκεί το Μουσείον Ελληνικών Χειροτεχνημάτων, όπως ονομάστηκε αρχικά το σημερινό Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Από το 1975 λειτουργεί ως παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, φιλοξενώντας έκθεση νεοελληνικής κεραμικής.
Η Αγορά ήταν μια μεγάλη πλατεία στις βορειοδυτικές υπώρειες της Ακρόπολης, στην οποία τελούνταν κοινωνικές και θρησκευτικές δραστηριότητες, εμπορικές συναλλαγές, υπαίθρια θεατρικά δρώμενα και αθλητικοί αγώνες, υπήρξε δηλαδή η καρδιά της αρχαίας πόλης. Κυρίως μως αποτελούσε το κέντρο της αθηναϊκής δημοκρατίας καθώς ήταν ο χώρος όπου ασκούνταν οι σημαντικότερες διοικητικές και δικαστικές λειτουργίες και πολιτικές συναθροίσεις. Ο ανοικτός χώρος, που τον διέσχιζε η οδός των Παναθηναίων, πλαισιώθηκε σταδιακά, από τον 6ο αι. π.Χ., από πολυάριθμα δημόσια κτήρια και στολίσθηκε με ναούς, βωμούς, στοές, κρήνες, ανδριάντες και αγάλματα. Την οριστική της μορφή έλαβε το 2ο αι. μ.Χ.
O αρχαίος Kεραμεικός, περιοχή εγκατάστασης των κεραμέων, όπως υποδηλώνει το όνομά του, βρισκόταν στη βορειοδυτική παρυφή της αρχαίας Aθήνας και εκτεινόταν μέσα και έξω από τα τείχη της πόλης, που διασχίζουν σήμερα το χώρο των ανασκαφών. Δύο πύλες, το Δίπυλο και η Iερά Πύλη, συνέδεαν τον «έσω» και τον «έξω» Kεραμεικό. H περιοχή των πυλών υπήρξε το αρχαιότερο και μεγαλύτερο γνωστό αττικό νεκροταφείο.
Σελίδες
